- εὐθηνιαρχικός
- εὐθηνιαρχ-ικός, ή, όνA
, στέφανος POxy.1252v
.17 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
, στέφανος POxy.1252v
.17 (iii A.D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευθηνιαρχικός — εὐθηνιαρχικός, ή, όν (Α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ευθηνιάρχη ή στην ευθηνιαρχία («εὐθηνιαρχικὸς στέφανος») … Dictionary of Greek